- αγλαός
- Όνομα ιστορικών προσώπων.
1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα του, χωρίς ποτέ να επιθυμήσει περισσότερα.
2. Γιος του Θυέστη και της Λαοδάμειας. Σκοτώθηκε μαζί με τα δύο του αδέλφια από τον Ατρέα.
3. Πατέρας του γεωγράφου Ερατοσθένη από την Κυρήνη.
* * *ἀγλαός, -ή, -όν και -ός, -όν (Α)1. (για πράγματα) λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος2. (για πρόσωπα) ωραίος, φημισμένος, ευγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *ἀγλαός, που συνδέεται με τα γαλήνη, ἀγάλλομαι.ΠΑΡ. αρχ. ἀγλαΐααρχ.-μσν.ἀγλαΐζω.ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγλαέθειρος, ἀγλαόγυιος, ἀγλαόδενδρος, ἀγλαόδωρος, ἀγλαόθρονος, ἀγλαόκαρπος, ἀγλαόκουρος, ἀγλαόκωμος, ἀγλαόμητις, ἀγλαοτρίαινα, ἀγλαόφωνος, ἀγλαώψμσν.ἀγλαόκοιτος, ἀγλαόπυργος].
Dictionary of Greek. 2013.